ἀστρονομικός

ἀστρονομικός
ἀστρονομ-ικός, ή, όν,
A skilled in astronomy, Pl.R.530a, etc.;

ἀστρονομικώτατον ἡμῶν Id.Ti.27a

;

τὰ -κά Thphr. Sign.

I: [comp] Comp.

-ώτερος Str.1.2.24

. Adv.

-κῶς Poll.4.16

.
II of questions, pertaining to astronomy, Pl.Prt.315c.
III name of ninth sign of ἀποτελεσματογραφία, Paul.Al.M.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστρονομικός — skilled in astronomy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρονομικός — ή, ό (AM ἀστρονομικός, ή, όν) [αστρονομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομία νεοελλ. υπερβολικός, υπέρμετρος αρχ. ο ειδικός στην αστρονομία …   Dictionary of Greek

  • αστρονομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αστρονομία· «αστρονομικός αριθμός», ο πολύ μεγάλος αριθμός: Αστρονομικό αριθμό κάνουν τα ποσά που ξοδεύονται από τα διάφορα κράτη για εξοπλισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστρονομικά — ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc pl ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικώτερον — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial comp ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc comp sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικῶν — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem gen pl ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικόν — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικώτατα — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial superl ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικώτατον — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc superl sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικαί — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικοῖς — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”